θυρσοφόρος

θυρσοφόρος
θυρσοφόρος, -ον (Α)
αυτός που κρατά θύρσο («Βάκχαι τε θυρσοφόροι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. σημαιο-φόρος, τροπαιο-φόρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θυρσοφόρος — thyrsus bearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρον — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem acc sg θυρσοφόρος thyrsus bearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόροι — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόροιο — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρου — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρους — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρων — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσοφόρῳ — θυρσοφόρος thyrsus bearing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θυρσαχθής — θυρσαχθής, ές (Α) (πιθ. εσφ. ανάγν. αντί θυρσεγχής) (για τον Βάκχο) θυρσοφόρος ή αυτός που κρατάει και πάλλει τον θύρσο σαν δόρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + αχθής (< άχθος), πρβλ. επ αχθής, πολυ αχθής] …   Dictionary of Greek

  • θυρσομανής — θυρσομανής, ές (Α) (ως επίθ. τού Βάκχου) μαινόμενος θυρσοφόρος, αυτός που κρατά τον θύρσο και βρίσκεται σε κατάσταση μανίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + μανής (< μαίνομαι), πρβλ. γυναι μανής, ναρκο μανής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”